συνεκφαίνω

συνεκφαίνω
ΜΑ [ἐκφαίνω]
παθ. συνεκφαίνομαι
λάμπω μαζί («ὥσπερ τῇ ἐξάψει τῆς φλογὸς καὶ ἡ αὐγὴ συνεκφαίνεται», Γρηγ. Νύσσ.)
αρχ.
1. φανερώνω, παρουσιάζω ταυτοχρόνως
2. δηλώνω, σημαίνω μαζί ή συγχρόνως («τῷ ἐλευθέρῳ συνεκφαίνων τὸν ἀδεῆ καὶ μεγαλόφρονα», Πλούτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνεκφάντωρ — ορος, ὁ, Μ αυτός που φανερώνει κάτι από κοινού με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκφαίνω + επίθημα τωρ (πρβλ. σημάν τωρ)] …   Dictionary of Greek

  • συνεκφαντικός — ή, όν, Α [συνεκφαίνω] αυτός που δηλώνει από μόνος του και κάτι άλλο («εἴδη τοῡ κτητικοῡ τρία... συνεκφαντικὸν τὸ συνεκφαῑνόν τι μεθ ἑαυτοῡ οἷον γραμματικός συνεκφαίνει γὰρ τὴν γραμματικήν», Μέγα Ετυμολογικόν) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”