- συνεκφαίνω
- ΜΑ [ἐκφαίνω]παθ. συνεκφαίνομαιλάμπω μαζί («ὥσπερ τῇ ἐξάψει τῆς φλογὸς καὶ ἡ αὐγὴ συνεκφαίνεται», Γρηγ. Νύσσ.)αρχ.1. φανερώνω, παρουσιάζω ταυτοχρόνως2. δηλώνω, σημαίνω μαζί ή συγχρόνως («τῷ ἐλευθέρῳ συνεκφαίνων τὸν ἀδεῆ καὶ μεγαλόφρονα», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.